- κατα-σινάζω
κατα-σινάζω, = Folgdm, l. d. bei Theocr. 30, 32, καί μευ κατεσίναζε, cod. Palat. καί μευ σίναζε κραντήρ; vgl. die Ausleger.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατα-σινάζω, = Folgdm, l. d. bei Theocr. 30, 32, καί μευ κατεσίναζε, cod. Palat. καί μευ σίναζε κραντήρ; vgl. die Ausleger.
http://www.zeno.org/Pape-1880.