- κατα-στέγασμα
κατα-στέγασμα, τό, die Bedachung, Decke, τῆς ὀροφῆς Her. 2, 155.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατα-στέγασμα, τό, die Bedachung, Decke, τῆς ὀροφῆς Her. 2, 155.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
έδρασμα — ἕδρασμα, το (AM) 1. έδρα 2. (κατά τους Πυθαγόρειους) ο αριθμός οκτώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για παρεκτεταμένο (σε ασμα) τ. τής λ. έδρα κατά τα είκασμα, στέγασμα κ.ά.] … Dictionary of Greek
κανθήλιο — το (Α κανθήλιον) νεοελλ. ναυτ. το στέγασμα που προφυλάσσει το πάνω από την επιφάνεια τής θάλασσας τμήμα τών παλαιών τροχήλατων ατμοπλοίων, κν. φούσκα. αρχ. 1. σαμάρι υποζυγίου 2. αρχιτ. μικρό δοκάρι τής στέγης προσαρμοσμένο πλάγια στην κύρια δοκό … Dictionary of Greek