- κατα-σταλάζω
κατα-σταλάζω (s. σταλάζω), = καταστάζω, Sp., wie Eumath.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατα-σταλάζω (s. σταλάζω), = καταστάζω, Sp., wie Eumath.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατεστάλαζον — κατά σταλάζω imperf ind act 3rd pl κατά σταλάζω imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεστάλαξε — κατά σταλάσσω let drop aor ind act 3rd sg κατά σταλάζω aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναποστάζω — Α σταλάζω συγχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀποστάζω «πέφτω κατά σταγόνες, σταλάζω»] … Dictionary of Greek
αποστάζω — (Α ἀποστάζω) νεοελλ. υποβάλλω κάτι σε απόσταξη αρχ. 1. αφήνω κάτι να πέφτει κατά σταγόνες 2. πέφτω κατά σταγόνες, σταλάζω … Dictionary of Greek
βλύζω — (AM) (για υγρά) 1. αναβλύζω, αναπηδώ 2. αναδίδω, βγάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με αρχ. ινδ. gάlati «στάζω, σταλάζω», αρχ. άνω γερμ. quellan *αναβλύζω, πηγάζω, προεξέχω» και σχηματίζεται κατά τα φλύζω, κλύζω] … Dictionary of Greek
μύσσω — αναστενάζω, βογγώ, αγκομαχώ («για να δω, και για να βρω εκείνον οπού μύσσει», Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μύσσω < αρχ. μύζω (ΙΙ) «στενάζω, βογγώ» σχηματίστηκε κατά τα ρ. σε σσω (πρβλ. τρομάζω τρομάσσω, σταλάζω σταλάσσω, ρημάζω ρημάσσω), δοθέντος… … Dictionary of Greek
παρενστάζω — Α αφήνω κάτι να στάξει επί πλέον ή κατά λάθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἐνστάζω «στάζω μέσα, σταλάζω»] … Dictionary of Greek
στάλα — (I) ἡ, ΝΑ (δωρ. τ.) βλ. στήλη. (II) η, Ν 1. μικρή ποσότητα υγρού, σταγόνα, σταλαγματιά («ζει τού νερού και η στάλα οπού κολλάει στο ποτήρι», Σολωμ.) 2. μτφ. πολύ μικρή ποσότητα (α. «ήπια μια στάλα κρασί» β. «κοιμήθηκα μια στάλα») 3. φρ. α) «ούτε… … Dictionary of Greek
στάλαξη — η, Ν [σταλάζω] 1. ροή κατά σταγόνες 2. διήθηση, διύλυση … Dictionary of Greek
στάλυξ — ἡ, Α (κατά τον Ζωναρ.) «σταλαγμός». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σταλάζω] … Dictionary of Greek