κατα-στείχω

κατα-στείχω

κατα-στείχω, zurückkehren; εἰς ἄστυ κατέστιχον Antiphil. 33 (IX, 298); τινός, Nonn. par. 4, 230.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • στείχω — και εσφ. γρφ. στίχω Α 1. βαδίζω, περπατώ, πηγαίνω ή έρχομαι (α. «τοὶ μὲν γὰρ ποτὲ πύργους πανδαμὶ πανομιλὶ στείχουσιν», Αισχύλ. β. «εἴ τινά που μετ ὄεσσι λάβοι στείχοντα θύραζε», Ομ. Οδ.) 2. φεύγω, απέρχομαι («στείχωμεν ὡς κώλοισιν ἀμφίβληστρ… …   Dictionary of Greek

  • στοίχος — ο / στοῑχος, ΝΑ 1. ευθύγραμμη διάταξη ή παράταξη, σειρά, αράδα, γραμμή (α. «παρατάχθηκαν σε τρεις στοίχους» β. «νῆσοι κατὰ στοῑχον κείμεναι», Θουκ. γ. «ὁ πρῶτος στοῑχος τῶν ἀναβαθμῶν», Ηρόδ.) 2. (δομ.) καθεμιά από τις οριζόντιες σειρές από πέτρες …   Dictionary of Greek

  • στίχος — Σειρά από συλλαβές με μεταβλητό αριθμό, ρυθμικά τακτοποιημένες κατά αρμονικές περιόδους. Ο ρυθμός που προκύπτει οφείλεται στην κατάλληλη εναλλαγή ισχυρών (άρση) και ασθενών χρόνων (θέση), που μπορεί να γίνει ή με το ποσοτικό (προσωδιακό) σύστημα …   Dictionary of Greek

  • PROSERPINA — Iovis et Cereris filia, quae cum in campis Ennaeis flores legeret, a Plutone rapta est. Ovid. Met. l. 5. v. 391. Quô dum Proserpina lucô Ludit, et aut violas, aut candida lilia carpit; Pene simul visa est, dilectaque reptaque Diti. Orpheus tamen …   Hofmann J. Lexicon universale

  • στοιχείο — Χρησιμοποιείται συνηθέστερα στον πληθυντικό: στοιχειά. Όντα της νεοελληνικής λαϊκής μυθολογίας. Σύμφωνα με τις παλιότερες λαϊκές παραδόσεις, σ. έχουν τα σπίτια, οι σπηλιές, τα χωράφια, τα πηγάδια. Συνήθως βγαίνουν τη νύχτα, με διάφορες μορφές: ως …   Dictionary of Greek

  • νομαδόστοιχος — νομαδόστοιχος, ον (Α) αυτός που επιστρέφει από τη βοσκή κατά στοίχους, κατά σειρές. [ΕΤΥΜΟΛ. < νομάς, άδος + στοῖχος (< στείχω), πρβλ. ισό στοιχος] …   Dictionary of Greek

  • στίξ — ιχός, ἡ, Α (μόνον στη γεν. εν., αιτ. εν. στίχα και ον. και αιτ. πληθ. στίχες, στίχας) 1. γραμμή, τάξη ιδίως στρατιωτών («στίχες Τρώων», Ομ. Ιλ.) 2. φρ. α) «ἀνέμων στίχες» μτφ. ριπές ανέμων(Πίνδ.) β) «ἐπέων στίχες» οι στίχοι ή οι στροφές γ) «κατὰ… …   Dictionary of Greek

  • στοιχειό — Χρησιμοποιείται συνηθέστερα στον πληθυντικό: στοιχειά. Όντα της νεοελληνικής λαϊκής μυθολογίας. Σύμφωνα με τις παλιότερες λαϊκές παραδόσεις, σ. έχουν τα σπίτια, οι σπηλιές, τα χωράφια, τα πηγάδια. Συνήθως βγαίνουν τη νύχτα, με διάφορες μορφές: ως …   Dictionary of Greek

  • περιστιχώ — άω, Α στέκομαι ολόγυρα κατά σειρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + στιχῶ (< θ. στιχ τού στείχω), πρβλ. ομο στιχώ] …   Dictionary of Greek

  • πυραυλοστοιχία — η, Ν στρ. (κατά τη διάρκεια τής βασιλείας τού Όθωνος) ονομασία λόχου, που συστάθηκε για την εξυπηρέτηση τών πυραύλων οι οποίοι εκσφενδονίζονταν για να προξενήσουν εμπρησμό σε πόλεις, πυριτιδαποθήκες και εργοστάσια τού εχθρού. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • στειχοπλανήτης — και στιχοπλανήτης, ὁ, Α αυτός που διαγράφει περιφορά κατά καθορισμένη τάξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < στείχω + πλανήτης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”