- κατα-στεγάζω
κατα-στεγάζω, bedachen, bedecken; ῥιψὶ τὸν νέκυν Her. 4, 71; Plat. Critia. 115 e; τὰς ὀροφὰς κατεστέγασαν λίϑιναι δοκοί D. Sic. 2, 10.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατα-στεγάζω, bedachen, bedecken; ῥιψὶ τὸν νέκυν Her. 4, 71; Plat. Critia. 115 e; τὰς ὀροφὰς κατεστέγασαν λίϑιναι δοκοί D. Sic. 2, 10.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δοκώ — (I) (AM δοκῶ, έω) Ι. δοκώ αρχ. μσν. και «δοκεῑ μοι» νομίζω, θαρρώ νεοελλ. (ε)δοκήθηκα αντιλήφθηκα αρχ. μσν. 1. απρόσ. «δοκεῑ μοι» μού φαίνεται ορθό 2. (προσωπικό με δοτ.) φαίνομαι («μάλα μοι δοκέει πεπνυμένος εἶναι», Αισχ.) 3. (για πρόσ.)… … Dictionary of Greek
ζύγαστρον — ζύγαστρον, τό (Α) 1. κιβώτιο κατασκευασμένο από σανίδες στερεά ενωμένες μεταξύ τους 2. (κατά τον Φώτ.) «παρὰ Δελφοῑς δὲ ζύγαστρον καλεῑται τὸ γραμματοφυλάκιον» 3. φρ. «ζύγαστρα λάρνακος» το κάλυμμα ή, κατ άλλους, τα κλειδιά τής λάρνακας. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
-τρο(ν) — ΝΜΑ επίθημα.ουδέτερων ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που εμφανίζεται ήδη σε αρχαιότατα κείμενα, έχει μεγάλη παραγωγική δύναμη, κυρίως στην Αρχαία, και απαντά σε 200 περίπου ουσιαστικά. Το επίθημα ουδετέρου τρον, όπως και τα… … Dictionary of Greek
πώμα — (I) το / πῶμα, πώματος, ΝΑ κάλυμμα, σκέπασμα, τάπα, καπάκι (α. «βάλε το πώμα στο μπουκάλι γιατί θα εξατμιστεί το οινόπνευμα» β. «ὡς εἴ τε φαρέτρη πῶμ ἐπιθείη», Ομ. Οδ.) αρχ. τάφος, μνήμα («εἶδε δὲ τέκνου πώματι λαϊνέῳ σῶμα κατισχόμενον», επιγρ.) … Dictionary of Greek
σκέπω — ΝΜΑ επικαλύπτω, σκεπάζω («ἔχει δὲ λιμένα δυνάμενον σκέπειν ἀπὸ παντὸς ἀνέμου τοὺς ἐνορμοῡντας», Πολ.) νεοελλ. μσν. μτφ. έχω κάποιον κάτω από τη σκέπη μου, προστατεύω, προφυλάσσω αρχ. 1. στεγάζω 2. (σχετικά με πλοίο) καθιστώ στεγανό, στεγανοποιώ.… … Dictionary of Greek
σκεπάζω — ΝΜΑ, και ποιητ. τ. σκεπῶ, άω, Α 1. περιβάλλω κάποιον ή κάτι με σκέπασμα, επικαλύπτω (α. «και σφαλιχτά τα μάτια μου σκεπάζω με τα χέρια μου», Γρυπ. β. «τά μὲν δεόμενα σκέπης τοῡ ἀνθρώπου σκεπάζειν τὸν θώρακα», Ξεν.) 2. καλύπτω κάποιον με… … Dictionary of Greek
στεγάσιμος — η, ο / στεγάσιμος, ον, ΝΜΑ [στεγάζω] κατάλληλος για στέγαση («στεγάσιμοι χώροι») αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «κεκαλυμμένος, σκιερός» … Dictionary of Greek