- προ-δείδω
προ-δείδω (s. δείδω), = προδειμαίνω; προδεί. σας Soph. O. R. 90.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-δείδω (s. δείδω), = προδειμαίνω; προδεί. σας Soph. O. R. 90.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προδείδω — Α φοβάμαι εκ τών προτέρων («οὔτ οὖν προδείσας εἰμὶ τῷγε νῡν λόγῳ», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + δείδω «φοβάμαι»] … Dictionary of Greek