- κατα-στατόν
κατα-στατόν, τό, nach Schol. Theocr. 9, 21 eine Art Kuchen, der sonst ἄμυλον heißt, vgl. Pierson zu Moer. p. 142.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατα-στατόν, τό, nach Schol. Theocr. 9, 21 eine Art Kuchen, der sonst ἄμυλον heißt, vgl. Pierson zu Moer. p. 142.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αναλύσεις, κλινικές — Μορφολογικές, φυσικές, χημικές και βιολογικές εξετάσεις, που γίνονται σε ιστούς, εκκρίματα, απεκκρίματα ή παθολογικά προϊόντα του οργανισμού, με σκοπό να οδηγηθεί ο γιατρός στη σωστή διάγνωση, στον καθορισμό της βαρύτητας και στην παρακολούθηση… … Dictionary of Greek