κατα-στρώννῡμι

κατα-στρώννῡμι

κατα-στρώννῡμι (s. στρώννυμι), = καταστορέννυμι, bes. Sp.; hinwerfen, niederschlagen, δάμαρτα καὶ παῖδ' ἑνὶ κατέστρωσεν βέλει Eur. Herc. Fur. 1000; τοῖσι Ἕλλησι κατέστρωντο οἱ βάρβαροι Her. 9, 76; πολλοὺς κατεστρώννυσαν Xen. Cyr. 3, 3, 64.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • στρώνω — ΝΜΑ και στρώννυμι και στρωννύω και στορέννυμι και στόρνυμι Α 1. απλώνω κάτι ώστε να καλύψει μια επιφάνεια, καλύπτω μια επιφάνεια απλώνοντας ή διασπείροντας ένα υλικό πάνω σε αυτήν (α. «στρώσε το τραπεζομάντιλο» β. «τό στρωσε» ενν. το χιόνι γ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”