- κατ-αρωματίζω
κατ-αρωματίζω, mit Wohlgerüchen erfreuen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατ-αρωματίζω, mit Wohlgerüchen erfreuen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μυρώνω — (ΑΜ μυρῶ, όω, Μ και μυρώνω) [μύρον] αλείφω ή ραντίζω κάποιον ή κάτι με μύρο, αρωματίζω νεοελλ. 1. αναδίδω ευωδιά, ευωδιάζω («τα λουλούδια και τα χορτάρια τής γης εμύρωναν το λεπτό αυγερινό αεράκι», Κρυστ.) 2. παροιμ. «τό βαφτίζω, τό μυρώνω, άρα… … Dictionary of Greek