- κατα-πίεσις
κατα-πίεσις, ἡ, das Herunter-, Niederdrücken, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατα-πίεσις, ἡ, das Herunter-, Niederdrücken, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πίεση — Φυσικό μέγεθος με το οποίο υποδηλώνεται η δύναμη που ασκείται σε κάθε μονάδα επιφάνειας· η π. έτσι ορίζεται με το πηλίκον της δύναμης που δρα κάθετα και ομοιόμορφα σε μια επιφάνεια, δια του εμβαδού αυτής της επιφάνειας: και εκφράζεται, ανάλογα με … Dictionary of Greek
υπερπίεση — η, Ν 1. φυσ. α) πίεση που υπερβαίνει ένα καθορισμένο σημείο ή μια πίεση αναφοράς β) η ποσότητα κατά την οποία η τιμή μιας πίεσης υπερβαίνει την καθορισμένη τιμή ή την τιμή τής πίεσης αναφοράς 2. ιατρ. η υπέρταση. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ.… … Dictionary of Greek