- κατα-πίστωσις
κατα-πίστωσις, ἡ, Verbürgung, Versicherung, καταπιστώσεις ποιεῖσϑαι Plut. Pelop. 18.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατα-πίστωσις, ἡ, Verbürgung, Versicherung, καταπιστώσεις ποιεῖσϑαι Plut. Pelop. 18.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πίστωση — η / πίστωσις ΝΜΑ [πιστώ] νεοελλ. 1. η ενέργεια τού πιστώνω, η συναλλαγή μεταξύ δύο μερών στην οποία το ένα μέρος, ο πιστωτής ή δανειστής, προσφέρει χρήμα, αγαθά, υπηρεσίες ή χρεώγραφα, με αντάλλαγμα μια μελλοντική υπόσχεση πληρωμής από το άλλο… … Dictionary of Greek