- κατα-πολεύω
κατα-πολεύω, sich drehen, Schol. Arat. Phaen. 147.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατα-πολεύω, sich drehen, Schol. Arat. Phaen. 147.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολεύω — Α 1. περιφέρομαι, κινούμαι γύρω από κάτι («οὐδὲ θύγατρας οὐδ ἄλοχον... Ἰθάκης κατά ἄστυ πολεύειν», Ομ. Οδ.) 2. σκάβω με άροτρο τη γη, οργώνω («Γᾱν... ἱππείῳ γένει πολεύων», Σοφ.) 3. (το αρσ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ πολεύων ο πλανήτης που κυριαρχεί … Dictionary of Greek