κατα-πλουτίζω

κατα-πλουτίζω

κατα-πλουτίζω, sehr bereichern, Her. 6, 132 Xen. Oec. 4, 7 u. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πλουτώ — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Κόρη του Ωκεανού και της Τηθύας, μια από τις Ναϊάδες, που σύμφωνα με τον Ησίοδο λεγόταν και Βοώπις. Κατά τον ομηρικό ύμνο προς τη Δήμητρα, η Π. ήταν συμπαίκτρια της Περσεφόνης όταν την άρπαξε ο Άδης. 2. Κόρη του… …   Dictionary of Greek

  • άση — ἄση, η (Α) 1. η αηδία, η ναυτία 2. η αγωνία, η απελπισία 3. ο πόθος 4. η λάσπη του ποταμού. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο συσχετισμός του τ. άση (αιολ. άσα) με το άσαι, απρμφ. αορ. του ρ. *άω «χορταίνω», είναι μεν σημασιολογικά δυνατός, δεν δικαιολογεί όμως τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”