- κατα-πλεονάζω
κατα-πλεονάζω, = simplex, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατα-πλεονάζω, = simplex, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλεονάζω — ΝΜΑ, πλειονάζω Α [πλ(ε)ίον] 1. είμαι περισσότερος από όσο πρέπει ή χρειάζεται, περισσεύω 2. (το ουδ. μτχ. τού ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) το πλεονάζον ό,τι περισσεύει, περίσσευμα, πλεόνασμα νεοελλ. υπερτερώ σε αριθμό ή σε ποσότητα σε σχέση ή σε… … Dictionary of Greek
καταπλεονάζων — κατά πλεονάζω to be more pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλεονασμός — ο, ΝΜΑ [πλεονάζω] το αποτέλεσμα τού πλεονάζω, πλεόνασμα, περίσσευμα («πλεονασμὸς ὑγρότητος», Αριστοτ.) 2. γραμμ. τρόπος έκφρασης κατά τον οποίο ο ομιλητής ή συγγραφέας επαναλαμβάνει, συσσωρεύει και, γενικά, χρησιμοποιεί στον λόγο λεκτικά στοιχεία … Dictionary of Greek
πλεόνασμα — το, ΝΑ [πλεονάζω] 1. αυτό που περισσεύει από κάποια ποσότητα, το πλεονάζον («πλεόνασμα ισοζυγίου πληρωμών») 2. περίσσευμα παραγωγής νεοελλ. 1. (με ειδική σημ.) (οικον.) η ποσότητα τού αγαθού που παράχθηκε και δεν διατέθηκε 2. φρ. α) «πλεόνασμα… … Dictionary of Greek
παρέλκω — ΝΑ [έλκω] 1. παρελκύω, σέρνω κάτι στην άκρη 2. (για χρόνο) α) επιμηκύνω, παρατείνω («τὰ κατὰ τὸν κίνδυνον παρέλκειν ὀλίγας ἡμέρας», Πολύβ.) β) αναβάλλω («μηδὲν παρέλκων» χωρίς αναβολή) 3. ναυτ. σέρνω, ρυμουλκώ από την ξηρά με πάρολκο και αντίθετα … Dictionary of Greek
πλεοναζόντως — ΜΑ επίρρ. μσν. υπέρμετρα, υπερβολικά αρχ. στις περισσότερες περιπτώσεις, κατά το σύνηθες. [ΕΤΥΜΟΛ. Επιρρ. σχημ. από την μτχ. ενεστ. πλεονάζων, οντος τού πλεονάζω] … Dictionary of Greek
πλεοναστικός — ή, ό, Ν [πλεονάζω] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πλεονασμό 2. αυτός που υπάρχει ή γίνεται κατά πλεονασμό. επίρρ... πλεοναστικώς με πλεοναστικό τρόπο, παραπανήσια, επιπλέον … Dictionary of Greek