- κατα-πλατύνω
κατα-πλατύνω, verstärktes simplex, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατα-πλατύνω, verstärktes simplex, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλατύνω — ΝΜΑ, πλαταίνω Ν [πλατύς] καθιστώ κάτι πλατύ ή πλατύτερο το επεκτείνω κατά πλάτος, φαρδαίνω (α. «πλαταίνουν τον δρόμο» β. «πλατύνουσι γὰρ τὰ φυλακτήρια αὐτῶν», ΚΔ) νεοελλ. 1. (αμτβ.) γίνομαι πλατύς ή πλατύτερος απ ὁ,τι ήμουν, ευρύνομαι,… … Dictionary of Greek
κατεπλατύνετο — κατεπλατύ̱νετο , κατά πλατύνω widen imperf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεπλατύνοντο — κατεπλατύ̱νοντο , κατά πλατύνω widen imperf ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλάτυνση — (Αστρον.). Προκειμένου για ένα σώμα που περιστρέφεται, όπως είναι η περίπτωση των ουράνιων σωμάτων, η π. εκφράζει την υφιστάμενη σχέση μεταξύ της πολικής και της ισημερινής ακτίνας και εξαρτάται από τη σχέση μεταξύ της φυγόκεντρης δύναμης και της … Dictionary of Greek