- προ-δι-ηγέομαι
προ-δι-ηγέομαι, dep. med., vorher od. vorläufig erzählen; Her. 4, 145; Dem. 59, 1; πόῤῥωϑεν, ib. 93.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-δι-ηγέομαι, dep. med., vorher od. vorläufig erzählen; Her. 4, 145; Dem. 59, 1; πόῤῥωϑεν, ib. 93.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ηγέμαχος — ἡγέμαχος (Α) (κατά τον Ησύχ.) «πολέμαρχος». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ηγε (τού ηγέομαι, ούμαι) + μαχος (< μάχη), πρβλ. από μαχος, πρό μαχος] … Dictionary of Greek