- κατα-πορσύνω
κατα-πορσύνω, verstärktes simplex, τοῖς πολεμίοις κακά Xen. Cyr. 1, 6, 17, wo aber κακὰ πορσύνειν bessere Lesart ist.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατα-πορσύνω, verstärktes simplex, τοῖς πολεμίοις κακά Xen. Cyr. 1, 6, 17, wo aber κακὰ πορσύνειν bessere Lesart ist.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ορσύνω — και πορσυνῶ, έω, και πορσαίνω, Α [πόρσω] 1. ετοιμάζω, προετοιμάζω, παρασκευάζω (α. «δαῑτα πορσύνοντες», Σοφ. β. καὶ παισὶ πόρσυν οἷα χρὴ καθ ἡμέραν», Ευρ.) γ) «οὓς μὲν ἂν ὁρῶσιν πορσύνοντας τὰ ἐπιτήδεια», Ξεν.) 2. προσφέρω, αφιερώνω («τρίτον… … Dictionary of Greek