- κατα-παγιδεύω
κατα-παγιδεύω, mit Fangnetzen umstellen, verstricken, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατα-παγιδεύω, mit Fangnetzen umstellen, verstricken, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πηγνύω — ΝΜΑ, και πήγνυμι ΜΑ 1. εμπηγνύω, μπήγω 2. συναρμόζω, συναρμολογώ 3. μεταβάλλω ρευστό σε στερεό (α. «ο ψυχρός αέρας πηγνύει τη λάβα στις κλιτύς τού ηφαιστείου» β. «κρύσταλλος πέπηγεν», Θουκ.) 4. (σχετικά με γάλα ή τυρί) πήζω μσν. αρχ. 1. καρφώνω,… … Dictionary of Greek
αιρώ — Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του Οινωπίωνα, βασιλιά της Χίου και πρώτου οικιστή του νησιού, σύζυγος του Ωρίωνα και μητέρα του Χίου, που έδωσε το όνομά του στο νησί Οφιούσα. * * * αἱρῶ ( έω) (AM) Ι. ενεργ. 1. παίρνω, αρπάζω 2. απομακρύνω, αφαιρώ 3.… … Dictionary of Greek
τσακώνω — και διαλ. τ. τζακώνω Ν 1. πιάνω στην τσάκα, συλλαμβάνω, παγιδεύω 2. (ειδικά) συλλαμβάνω κάποιον τη στιγμή που κάνει κάτι, ιδίως κακό («τόν τσάκωσα να κλέβει») 3. (κατ επέκτ.) πιάνω, αρπάζω 4. μέσ. τσακώνομαι φιλονικώ, διαπληκτίζομαι, μαλώνω… … Dictionary of Greek