- κατα-πιπράσκω
κατα-πιπράσκω (s. πιπράσκω), verkaufen, καταπραϑείς Luc. cronosol. 16.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατα-πιπράσκω (s. πιπράσκω), verkaufen, καταπραϑείς Luc. cronosol. 16.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλουτοπράτης — ὁ, Μ αυτός που κατά κάποιον τρόπο πουλά τον πλούτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλοῦτος + πράτης (< θ. πρα τού πιπράσκω «πουλώ»), πρβλ. αρτο πράτης, οινο πράτης] … Dictionary of Greek