κατα-πότης

κατα-πότης

κατα-πότης, , das Herunterschlucken, Schlemmen, bei Suid. auch λάρυγξ erkl.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • ζαπότης — ζαπότης, ο (Α) (κατά τον Ησύχ.) μέθυσος, πολυπότης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζα * + πότης] …   Dictionary of Greek

  • πίνω — ΝΜΑ, αιολ. τ. πώνω Α 1. εισάγω στο στομάχι υγρό από το στόμα 2. (με ειδική σημ.) καταναλώνω κρασί ή άλλα οινοπνευματώδη ποτά (α. «αυτός πίνει πολύ» β. «οὕτω πίνοντας πρὸς ἡδονήν», Πλάτ.) 3. μτφ. απορροφώ, ρουφώ, τραβώ (α. «το φαΐ ήπιε όλο το… …   Dictionary of Greek

  • ποτικός — ή, όν, Α [πότος] 1. αυτός που τού αρέσει να πίνει, ο επιρρεπής στο ποτό («γενόμενοι δ ὁμοίως ἐρωτικοί, ποτικοί, στρατιωτικοί, μεγαλόδωροι», Πλούτ.) 2. αυτός που μπορεί να πιει πολύ, μεγάλος πότης 3. το αρσ. ως ουσ. ὁ ποτικός ο εύθυμος σύντροφος… …   Dictionary of Greek

  • Μαρτίνι, Αρτούρο — (Arturo Martini, Τρεβίζο 1889 – Μιλάνο 1947). Ιταλός γλύπτης. Σπούδασε στο Τρεβίζο με τον γλύπτη Καρλίνι, στη Βενετία με τον Ουρμπάνο Νόνο και στο Μόναχο στη σχολή του Χίλντεμπραντ (1909). Το 1911 ταξίδεψε στο Παρίσι μαζί με τον φίλο του ζωγράφο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”