- κατα-προ-ίημι
κατα-προ-ίημι (s. ἵημι), hinwerfen, verächtlich hinwerfen, preisgeben, Sp.; im med. außer Acht, vorbeilassen, τοὺς ὑπὲρ τῆς ἐλευϑερίας καιρούς Pol. 1, 77, 3, τοὺς ἰδίους βίους, preisgeben, 3, 81, 4; καταπροέσϑαι wird von E. M. 495, 38 καταπροδοῦναι erkl.
http://www.zeno.org/Pape-1880.