- κατα-πρηνίζω
κατα-πρηνίζω, (von einem abschüssigen Ort) hinunterstürzen; ἁλιῆας κατεπρήνιξεν ἐπάκτρων Nic. Th. 824; Nonn. D. 4, 395; auch Ios.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατα-πρηνίζω, (von einem abschüssigen Ort) hinunterstürzen; ἁλιῆας κατεπρήνιξεν ἐπάκτρων Nic. Th. 824; Nonn. D. 4, 395; auch Ios.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατεπρήνιξας — κατά πρηνίζω capsize aor ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεπρήνιξε — κατά πρηνίζω capsize aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεπρήνιξεν — κατά πρηνίζω capsize aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρηνισμός — ο, ΝΑ [πρηνίζω] νεοελλ. 1. στροφική κίνηση τού αντιβραχίου κατά την οποία το άκρο χέρι περιστρέφεται κατά 180° από έξω προς τα μέσα οδηγώντας τον αντίχειρα προς τα μέσα και την παλάμη προς τα κάτω 2. (στην απλομαχητική) α) η ρίψη ολόκληρου τού… … Dictionary of Greek