- κατ-όρυξις
κατ-όρυξις, ἡ, das Vergraben, Eingraben, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατ-όρυξις, ἡ, das Vergraben, Eingraben, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ορύσσω — και ορύττω (ΑΜ ὀρύσσω, Α και δ. γρφ. ὀρύχω, αττ. τ. ὀρύττω) σκάβω, ανοίγω κοίλωμα στη γη με εκσκαφή, ανασκάπτω, κατασκευάζω όρυγμα («ἔκτοσθεν δὲ βαθεῑαν ὀρύζομεν ἐγγύθι τάφρον», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. (για τους ασπάλακες, τους τυφλοπόντικες) σκάβω… … Dictionary of Greek