- κατ-ωτίς
κατ-ωτίς, ίδος, ἡ, eine über die Ohren gehende Kappe am Rocke, cucullus, bei Hesych. f. L. für κατωμίς.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατ-ωτίς, ίδος, ἡ, eine über die Ohren gehende Kappe am Rocke, cucullus, bei Hesych. f. L. für κατωμίς.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λέων — I Όνομα λογίων της βυζαντινής περιόδου. 1. Λόγιος και κληρικός (9ος αι.). Σοφός δάσκαλος με ευρεία εγκυκλοπαιδική μόρφωση και σκέψη, άκμασε την εποχή κατά την οποία στο Βυζάντιο σημειώθηκε μια αξιόλογη πνευματική άνθηση επί Θεοφίλου και Μιχαήλ Γ’ … Dictionary of Greek