- κατ-ωρής
κατ-ωρής, = κατήρης, κάτω ῥέπων, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατ-ωρής, = κατήρης, κάτω ῥέπων, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατωρίς — κατωρίς, ίδος, ἡ (Α) (στον δυϊκό) φρ. «κατωρίδε δύω» ταινίες κρεμασμένες από στεφάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ωρίς (< ὄρνυμαι «εξορμώ»), τ. που απαντά μόνο στο παρόν σύνθ. όν. Το ω λόγω εκτάσεως εν συνθέσει. Πρβλ. και κατ ώρης] … Dictionary of Greek
όρνυμι — ὄρνυμι και ὀρνύω (Α) (επικ., ποιητ. τ.) 1. διεγείρω, εξεγείρω, ξεσηκώνω 2. παροτρύνω, προτρέπω κάποιον να κάνει κάτι 3. (σχετικά με ζώο) διώχνω 4. (σχετικά με άψυχα και φυσικά φαινόμενα) επιφέρω, ανακινώ («χαλεπήν ὄρσουσα θύελλαν», Ομ. Ιλ.) 5.… … Dictionary of Greek
κατώρης — κατώρης, ώρες (Α) 1. δ. γρφ. τού κατάρης* 2. (κατά τον Ησύχ.) «κάτω ῥέπων». [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ώρης (< ὄρνυμαι «εξορμώ»), πρβλ. αυτ ώρης, νε ώρης. Το ω λόγω εκτάσεως εν συνθέσει] … Dictionary of Greek