- καττύς
καττύς, ύος, ἡ, att. = κασσύς, ein Stück Leder, den Artstiel zu befestigen, Ar. bei Poll. 10, 166.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καττύς, ύος, ἡ, att. = κασσύς, ein Stück Leder, den Artstiel zu befestigen, Ar. bei Poll. 10, 166.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καττύς — καττύς, ύος, ἡ (Α) τεμάχιο δέρματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται μάλλον για παρ. τού καττύω (βλ. λ. κασσύω)] … Dictionary of Greek
καττύς — καττύ̱ς , καττύς piece of leather fem acc pl καττύς piece of leather fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καττύν — καττύς piece of leather fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κασσύω — και αττ. τ. καττύω (Α) 1. συρράπτω δέρματα όπως ο υποδηματοποιός 2. ράβω σόλα σε υπόδημα, σολιάζω 3. μτφ. σχεδιάζω δόλια πράξη, μηχανώμαι κακά 4. μέσ. κασσύομαι συνθέτομαι, σχεδιάζομαι («οἶδ ἐγὼ τὸ πρᾱγμα τοῡθ ὅθεν πάλαι καττύεται» γνωρίζω εγώ… … Dictionary of Greek
καττύων — καττύ̱ων , κασσύω stitch pres part act masc nom sg (attic) καττύς piece of leather fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)