- κατρεύς
κατρεύς, ὁ, eine indische Pfauenart; Strab. XV, 718; Ael. H. A. 17, 23.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατρεύς, ὁ, eine indische Pfauenart; Strab. XV, 718; Ael. H. A. 17, 23.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατρεύς — κατρεύς, έως, ὁ (Α) ινδικό παγώνι, περίφημο για την ομορφιά του. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ. Η κατάλ. εύς απαντά και σε άλλες ονομ. πουλιών (πρβλ. εριθ εύς, χλωρ εύς)] … Dictionary of Greek
Κατρεύς — monal pheasant masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατρεύς — monal pheasant masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Катрей — (Κατρεύς) старший сын Миноса и Пасифаи (или Креты), наследовавший отцу на о ве Крите. Так как К. было предсказано, что он погибнет от руки сына, то сын его Алфемен добровольно удалился на о в Родос. На старости лет К. поехал на Родос за Алфеменом … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Κατρεῖ — Κατρεύς monal pheasant masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατρεῖ — κατρεύς monal pheasant masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κατρῆος — Κατρεύς monal pheasant masc gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατρῆος — κατρεύς monal pheasant masc gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κατρέος — Κατρεύς monal pheasant masc gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατρέος — κατρεύς monal pheasant masc gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κατρέως — Κατρέω̆ς , Κατρεύς monal pheasant masc gen sg Κατρεύς monal pheasant masc nom sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)