κασαύρα

κασαύρα

κασαύρα, , u. κασαυράς, άδος, ἡ, = κασαλβάς, VLL.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κασαύρα — κασαύρᾱ , κασαύρα fem nom/voc/acc dual κασαύρᾱ , κασαύρα fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κασαλβάς — κασαλβάς, άδος και κασαυράς, άδος και κασαύρα, ἡ (Α) πόρνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. είναι πιθ. παράγωγη τής λ. κασάς με σχηματισμό κατά τα σε άς, άδος (πρβλ. δρομ άς, φυλλ άς), το πρόσφυμα όμως αλβ / αυρ παραμένει ανερμήνευτο. Παράλληλη… …   Dictionary of Greek

  • κασαυράς — και κασαύρα, ἡ (Α) βλ. κασαλβάς …   Dictionary of Greek

  • κασαυρείον — κασαυρεῑον και κασαύριον και κασώριον, τὸ (Α) πορνείο, χαμαιτυπείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κασαύρα + κατάλ. εῖον (πρβλ. πορν είον, κυλικ είον, μεταλλ είον)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”