- κασαυρεῖον
κασαυρεῖον, τό, u. κασαύριον, = κασάλβιον, Ar. Equ. 1282, s. κασώριον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κασαυρεῖον, τό, u. κασαύριον, = κασάλβιον, Ar. Equ. 1282, s. κασώριον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κασαυρείον — κασαυρεῑον και κασαύριον και κασώριον, τὸ (Α) πορνείο, χαμαιτυπείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κασαύρα + κατάλ. εῖον (πρβλ. πορν είον, κυλικ είον, μεταλλ είον)] … Dictionary of Greek
κασαυρείοις — κασαυρεῖον brothel neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κασαυρείοισι — κασαυρεῖον brothel neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)