- κασωρίς
κασωρίς, ίδος, ἡ, die Hure, Lyc. 1385. Vgl. κασαύρα.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κασωρίς, ίδος, ἡ, die Hure, Lyc. 1385. Vgl. κασαύρα.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κασωρίς — κασωρίς, ίδος, ἡ (AM) πόρνη, εταίρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τη λ. κασᾶς] … Dictionary of Greek
κασωρίς — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κασωρίδα — κασωρίς fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κασωρίτης — κασωρίτης, ό, θηλ. κασωρίτις (Α) πόρνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κασωρίς + κατάλ. ίτης (πρβλ. ποταμ ίτης, στεφαν ίτης)] … Dictionary of Greek
κασωρίτις — κασωρῑτις, ἡ (Α) (θηλ. τού κασωρίτης) πόρνη, κασωρίς* … Dictionary of Greek
κασωρεύω — (Α) πορνεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κασωρίς + κατάλ. εύω (πρβλ. βραβ εύω, πρεσβ εύω)] … Dictionary of Greek
κασωρικός — κασωρικός. ή, όν (Α) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πορνείο, σε χαμαιτυπείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κασωρίς + κατάλ. ικός (πρβλ. πολεμ ικός, ρυθμ ικός)] … Dictionary of Greek
κασώριον — και κασωρεῑον, τὸ (Α) [κασωρίς] χαμαιτυπείο, πορνείο, μπουρδέλο … Dictionary of Greek
λωγάς — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «πόρνη». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με το λωγάνιον* και εμφανίζει επίθημα ας, άδος, ενώ για την παρόμοια σημασιολογική εξέλιξη, από «δέρμα» με σημ. «πόρνη», πρβλ. κασαλβάς, κασαυράς, κασωρίς, λατ. scortum. Επίσης συνδέεται με… … Dictionary of Greek