καστάναιον

καστάναιον

καστάναιον, τό, die Kastanie, gew. im plur., Sp., auch καστάνια u. καστάνεια als v. l.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • καστάναιον — καστάναιον, τὸ (Α) επιγρ. στον πληθ. τὰ καστάναια τα κάστανα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάστανον + αιον (πρβλ. κεφάλ αιον, κώπ αιον)] …   Dictionary of Greek

  • κάστανο — Βλ. λ. καστανιά (κάστανο). * * * το (AM κάστανον, Α και κάστανος και καστανέα και καστανιά, ή, και καστάναιον και καστάν(ε)ιον, τὸ) ο καρπός τού δέντρου καστανιά νεοελλ. φρ. α) «βγάζω τα κάστανα από τη φωτιά» εκτελώ το δύσκολο και επικίνδυνο… …   Dictionary of Greek

  • κασταναϊκός — κασταναϊκός, όν (Α) φρ. «κασταναϊκόν κάρυον» το κάστανο. [ΕΤΥΜΟΛ. < καστάναιον + ικός (πρβλ. αρχα ϊκός, υμενα ϊκός)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”