- γαστρο-κνήμη
γαστρο-κνήμη, ἡ, Galen., = folgdm.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γαστρο-κνήμη, ἡ, Galen., = folgdm.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεσοκνήμιο — το (Α μεσοκνήμιον) το μέσο τής κνήμης («χιτὼν ἕως μεσοκνημίου διπλοῡς», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + κνήμιο (< κνήμη), πρβλ. γαστρο κνήμιον] … Dictionary of Greek