- προ-δι-αγωνίζομαι
προ-δι-αγωνίζομαι, dep. med., vorher durchkämpfen, πρός τινα, D. Sic. exc. p. 581, 14.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-δι-αγωνίζομαι, dep. med., vorher durchkämpfen, πρός τινα, D. Sic. exc. p. 581, 14.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προαθλώ — έω, Α προαγωνίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀθλῶ «αγωνίζομαι»] … Dictionary of Greek
πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… … Dictionary of Greek
προδιαναθλέω — Μ (για χριστιανό μάρτυρα) αγωνίζομαι πρώτος απ όλους για την επικράτηση τής πίστης μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + διά + ἀνά + ἀθλῶ «αγωνίζομαι με ζήλο για την επικράτηση μιας ιδεολογίας»] … Dictionary of Greek
προμνηστεύομαι — ΜΑ μσν. αρραβωνιάζομαι εκ τών προτέρων μσν. αρχ. 1. προμνῶμαι* 2. (σχετικά με το αξίωμα τού επισκόπου) αγωνίζομαι, επιδιώκω να αποκτήσω κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + μνηστεύομαι «αρραβωνιάζομαι, αναζητώ, επιδιώκω»] … Dictionary of Greek
υπερμαχώ — ὑπερμαχῶ, έω, ΝΜΑ μάχομαι υπέρ κάποιου, αγωνίζομαι για την προάσπιση κάποιου, υπερασπίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + μαχῶ (< μαχος < μάχομαι), πρβλ. προ μαχῶ] … Dictionary of Greek