- γαστρ-όπτης
γαστρ-όπτης, ὁ, ein Kochgeschirr (zum Bereiten der Magenwürste), Poll. 10, 105.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γαστρ-όπτης, ὁ, ein Kochgeschirr (zum Bereiten der Magenwürste), Poll. 10, 105.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χαλκόπτης — ὁ, Α αυτός που λειώνει σε καμίνι τον χαλκό, που κατεργάζεται τον χαλκό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + όπτης (< ὀπτῶ «ψήνω»), πρβλ. ἀρτ όπτης, γαστρ όπτης. Οι τ. αυτοί έχουν σχηματιστεί αντί τών αναμενόμενων σε οπτήτης (< ὀπτῶ + κατάλ. της*) με… … Dictionary of Greek
σπλαγχνόπτης — ὁ, Α αυτός που ψήνει τα σπλάγχνα, τα εντόσθια. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπλάγχνα + όπτης (< ὀπτῶ «ψήνω»), πρβλ. γαστρ όπτης] … Dictionary of Greek
ιχθυοπτίς — ἰχθυοπτίς ή ἰχθυοπτρίς, ίδος, η (Α) ως επίθ. η κατάλληλη για το ψήσιμο ψαριών («ἰχθυοπτίδες ἐσχάραι», Πολυδ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο) * + οπτις (θηλ. τού οπτης < ὀπτῶ «ψήνω»), πρβλ. γαστρ οπτίς Ο τ. ἰχθυοπτρίς αποτελεί διαφορετική γραφή τού τ.… … Dictionary of Greek