κασσία — κασσίᾱ , κασσία fem nom/voc/acc dual κασσίᾱ , κασσία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κασσίᾳ — κασσίᾱͅ , κασσία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κασσία — (Cassia). Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των ψυχανθών, που περιλαμβάνει περίπου 600 είδη δέντρων, θάμνων και ποών. Μερικά χαρακτηριστικά είδη είναι τα: κ. η αυλοειδής, κ. η στενόφυλλη, κ. η οξύφυλλη, κ. ηαντωοειδής, από τα οποία το πιο … Dictionary of Greek
κασσίας — κασσίᾱς , κασσία fem acc pl κασσίᾱς , κασσία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κασσίαν — κασσίᾱν , κασσία fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κασσίαις — κασσία fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κασσίην — κασσία fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κασσίης — κασσία fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κασία — και κασσία και κά(σ)σια, η (AM κασία, Α και κασσία και ιων. τ. κασίη) νεοελλ. γένος φυτών, πολλά από τα οποία είναι φαρμακευτικά ή κοσμητικά μσν. αρχ. το φυτό κινάμωμο, που ο φλοιός και οι καρποί του είναι αρωματικοί. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ.… … Dictionary of Greek
Кассия Константинопольская — У этого термина существуют и другие значения, см. Кассия. Кассия Константинопольская … Википедия
касиа — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} сущ. (греч. κάσσια) род пряного дерева; дикая корица. … Словарь церковнославянского языка