κασσία

κασσία

κασσία, , eine gewürzhafte Rinde, wie Zimmt, Diosc.; bei Her. 2, 86. 3, 110 (κασίη σύριγξ, weil die Rinde wie bei Zimmt Röhren bildete) u. sonst κασία geschrieben, wahrscheinlich richtiger; vgl. κασιόπνους u. lat. casia. Dav.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κασσία — κασσίᾱ , κασσία fem nom/voc/acc dual κασσίᾱ , κασσία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κασσίᾳ — κασσίᾱͅ , κασσία fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κασσία — (Cassia). Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των ψυχανθών, που περιλαμβάνει περίπου 600 είδη δέντρων, θάμνων και ποών. Μερικά χαρακτηριστικά είδη είναι τα: κ. η αυλοειδής, κ. η στενόφυλλη, κ. η οξύφυλλη, κ. ηαντωοειδής, από τα οποία το πιο …   Dictionary of Greek

  • κασσίας — κασσίᾱς , κασσία fem acc pl κασσίᾱς , κασσία fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κασσίαν — κασσίᾱν , κασσία fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κασσίαις — κασσία fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κασσίην — κασσία fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κασσίης — κασσία fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κασία — και κασσία και κά(σ)σια, η (AM κασία, Α και κασσία και ιων. τ. κασίη) νεοελλ. γένος φυτών, πολλά από τα οποία είναι φαρμακευτικά ή κοσμητικά μσν. αρχ. το φυτό κινάμωμο, που ο φλοιός και οι καρποί του είναι αρωματικοί. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ.… …   Dictionary of Greek

  • Кассия Константинопольская — У этого термина существуют и другие значения, см. Кассия. Кассия Константинопольская …   Википедия

  • касиа — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  сущ. (греч. κάσσια) род пряного дерева; дикая корица.    …   Словарь церковнославянского языка

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”