κασσιτερίδες

κασσιτερίδες

κασσιτερίδες, αἱ, Zinninseln, s. nom. pr.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Κασσιτερίδες — the Cassiterides masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κασσιτερίδες νήσοι — Αρχαία ονομασία νησιών στις δυτικές ακτές της Ευρώπης, που αναφέρονται από τον Ηρόδοτο, χωρίς όμως να καθορίζεται η θέση τους. Είχαν κοιτάσματα κασσίτερου και φημολογείται ότι πρώτος που έφερε κασσίτερο από τις Κ.ν. ήταν ο Μιδάκριτος. Πρώτος… …   Dictionary of Greek

  • Καττιτερίδες — Κασσιτερίδες , Κασσιτερίδες the Cassiterides masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κασσιτερίδας — Κασσιτερίδες the Cassiterides masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κασσιτερίδων — Κασσιτερίδες the Cassiterides gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • КАССИТЕРИДЫ (ОЛОВЯННЫЕ ОСТРОВА) — •Cassiterĭdes insulae, Κασσιτερίδες νη̃σοι. Так назывались первоначально вообще Британские острова, откуда финикияне вывозили олово и свинец (Plin. 34 …   Реальный словарь классических древностей

  • Касситериды —    • Cassiterĭdes insulae,          Κασσιτερίδες νη̃σοι. Так назывались первоначально вообще Британские острова, откуда финикияне вывозили олово и свинец (Plin. 34, 16, 47), а потом лежащие к западу от Британнии острова Scilly и Surling. Hdt. 3,… …   Реальный словарь классических древностей

  • εσπερίδα — η (AM ἑσπερίς, ίδος) [εσπέρα] νεοελλ. 1. φιλική βραδινή συγκέντρωση 2. βραδινή ή νυχτερινή γιορτή που γίνεται δημόσια για φιλανθρωπικό ή άλλο κοινωφελή σκοπό 3. βοτ. γένος δικότυλων ποωδών φυτών 4. στον πληθ. οι εσπερίδες οικογένεια λεπιδόπτερων… …   Dictionary of Greek

  • κασσίτερος — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Sn· ανήκει στην πρώτη υποομάδα της τέταρτης ομάδας του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 50, ατομική μάζα 118,70 και δέκα σταθερά ισότοπα. Δεν είναι πολύ διαδεδομένος στη φύση, βρίσκεται όμως σε… …   Dictionary of Greek

  • Σίλι, νήσοι — (Isles Scilly). Αρχιπέλαγος (16, 4 τ. χλμ., 1750 κάτ.) της Μεγάλης Βρετανίας, στη νοτιοδυτική Αγγλία (Κορνουάλη), στον Ατλαντικό ωκεανό, 45 περίπου χλμ. προς ΔΝΔ του ακρωτηρίου Λαντ’ς Εντ. Αποτελείται από 150 περίπου γρανιτικά νησιά και σκόπελους …   Dictionary of Greek

  • Καττιτερίδας — Κασσιτερίδας , Κασσιτερίδες the Cassiterides masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”