- καρᾱνιστής
καρᾱνιστής, ὁ, den Kopf, das Leben kostend, μόρος Eur. Rhes. 817.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καρᾱνιστής, ὁ, den Kopf, das Leben kostend, μόρος Eur. Rhes. 817.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καρανιστής — (καρανιστής, ὁ) (Α) αυτός που θανατώνει με αποκεφαλισμό («καρανιστὴς μόρος» θάνατος με αποκεφαλισμό, Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρανον, πιθ. μέσω ενός αμάρτ. ρ. *καρανίζω] … Dictionary of Greek
καρανιστής — καρᾱνιστής , καρανιστής masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)