καρη-βαρής

καρη-βαρής

καρη-βαρής, ές, mit schwerem Kopf, an Kopfschmerz leidend, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κεντροβαρής — ές (Μ κεντροβαρής, ές) αυτός που έχει διεύθυνση προς το κέντρο βάρους ενός σώματος («κεντροβαρής άξονας») νεοελλ. αυτός που το κέντρο βάρους του βρίσκεται στη μέση («κεντροβαρές σώμα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κέντρο + βαρής (< βάρος), πρβλ. καρη βαρής …   Dictionary of Greek

  • καρηβαρής — καρηβαρής, ές (Α) αυτός που αισθάνεται βάρος στο κεφάλι, που έχει πονοκέφαλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρη «κεφάλι» + βαρής (< βάρος), πρβλ. οινο βαρής, χειρο βαρής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”