- καρβάτινος
καρβάτινος, von rohem Leder gemacht; οἰκίαι, lederne Schilderhäuschen, Mathem. vett.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καρβάτινος, von rohem Leder gemacht; οἰκίαι, lederne Schilderhäuschen, Mathem. vett.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καρβάτινος — καρβάτινος, ίνη, ον (Α) 1. κατασκευασμένος από ακατέργαστο, φρεσκογδαρμένο δέρμα, ιδίως βοδιού 2. (το θηλ. συν. στον πληθ. ως ουσ.) αἱ καρβάτιναι είδος υποδημάτων από ακατέργαστο δέρμα, «τσαρούχια» (α. «καρβάτιναι πεποιημέναι ἐκ τῶν νεοδάρτων… … Dictionary of Greek
καρβατίνων — καρβάτινος made of hide fem gen pl καρβάτινος made of hide masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρβατίνη — καρβάτινος made of hide fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρβατίνας — καρβατίνᾱς , καρβάτιναι made of hide fem acc pl καρβατίνᾱς , καρβάτιναι made of hide fem gen sg (doric aeolic) καρβατίνᾱς , καρβάτινος made of hide fem acc pl καρβατίνᾱς , καρβάτινος made of hide fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρπάτινον — καρπάτινον, τὸ (Α) (ενν. υπόδημα) βλ. καρβάτινος … Dictionary of Greek
καρβατίναι — καρβατίνᾱͅ , καρβάτιναι made of hide fem dat sg (doric aeolic) καρβατίνᾱͅ , καρβάτινος made of hide fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρβατίναις — καρβάτιναι made of hide fem dat pl καρβάτινος made of hide fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρβάτιναι — made of hide fem nom/voc pl καρβάτινος made of hide fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
kerǝp-, krēp- — kerǝp , krēp English meaning: cloth, leather; shoe Deutsche Übersetzung: “Zeug or Lederlappen; especially Schuh” Material: Lat. carpisculum “a kind of shoes” (previously by Vopiscus and strange origin verdächtig as das similar… … Proto-Indo-European etymological dictionary