- προ-δι-ανύω
προ-δι-ανύω, vorher vollenden, προδιήνυστο D. C. 79, 8, u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-δι-ανύω, vorher vollenden, προδιήνυστο D. C. 79, 8, u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προανύτω — ΜΑ, προανύω Μ αποπερατώνω, κατορθώνω κάτι προηγουμένως («τὸ προανυσθὲν ὑπόμνημα», Ιάμβλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀνύτω/ἀνύω «εκτελώ, φέρνω σε πέρας»] … Dictionary of Greek