καρδόπη

καρδόπη

καρδόπη, , komisches fem. zu κάρδοπος, von Ar. Nubb. 668 gebildet.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • καρδόπη — καρδόπη, ἡ (Α) βλ. κάρδοπος …   Dictionary of Greek

  • καρδόπη — kneading trough fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρδόπην — καρδόπη kneading trough fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρδόπης — καρδόπη kneading trough fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάρδοπος — η (Α κάρδοπος και καρδόπη) νεοελλ. ναυτ. ειδική μεγάλη σκάφη που χρησιμοποιείται για το ζύμωμα τού ψωμιού τών πληρωμάτων αρχ. 1. σκάφη που χρησιμοποιούνταν για το ζύμωμα τού ψωμιού, μάκτρα 2. επιγρ. ξύλινο αγγείο 3. το ιγδίον*. το γουδί. [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”