καρκίνωθρον

καρκίνωθρον

καρκίνωθρον, τό, eine Pflanze, Schol. Nic. Ther. 90. Vgl. καρκίνηϑρον.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • καρκίνωθρον — καρκίνωθρον, τὸ (Α) [καρκινώ] 1. το φυτό ψίλωθρον* 2. το φυτό πολύγονον άρρεν …   Dictionary of Greek

  • καρκίνωθρον — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -θρο(ν) — το επίθημα θρο(ν), όπως και το θηλ. θρα, εμφανίζει αρκετά μεγάλη παραγωγικότητα στην Αρχαία, Μεσαιωνική και Νέα Ελληνική. Το θ τού επιθήματος είναι πιθ. τής ίδιας προέλευσης όπως και στα θλο *, θμο *. Πρόκειται για παλαιότατο επίθημα, το οποίο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”