- καρωτίδες
καρωτίδες, αἱ, Hauptschlagadern (die Schlagfluß veranlassen), Medic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καρωτίδες, αἱ, Hauptschlagadern (die Schlagfluß veranlassen), Medic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καρωτίδες — Αρτηρίες που μεταφέρουν το αίμα από την καρδιά στον λαιμό και στο κεφάλι. Βρίσκονται ανά τρεις στις δύο πλευρές του σώματος (δεξιά αριστερά): η κοινή, η έσω και η έξω κ. Η δεξιά κοινή κ. ξεκινά από την ανώνυμη αρτηρία και η αριστερή από το… … Dictionary of Greek
carótida — (Del gr. karotis < karoo, adormecer.) ► adjetivo/ sustantivo femenino ANATOMÍA Se aplica a la arteria que lleva la sangre a la cabeza por uno y otro lado del cuello. * * * carótida (del gr. «karōtídes», de «karóō», adormecer) adj. y n. f. Anat … Enciclopedia Universal
αρτηρία — Αιμοφόρο αγγείο που μεταφέρει το αίμα από την καρδιά στην περιφέρεια. Σύνθετη λέξη, παράγεται από τις αρχαίες λέξεις αήρ και τηρείν (= κρατώ τον αέρα). Η ονομασία αυτή οφείλεται στην πεποίθηση, που ήταν διαδεδομένη πριν από την ανακάλυψη της… … Dictionary of Greek
λαιμός — (Ανατ.). Το κυλινδρικό τμήμα του ανθρώπινου σώματος που ενώνει το κεφάλι με τον θώρακα. Ο σκελετός του αποτελείται από τους αυχενικούς σπονδύλους. Περιλαμβάνει πολλούς μυς και σημαντικές ανατομικές δομές, όπως τον λάρυγγα, το άνω μέρος της… … Dictionary of Greek
πρηστήρ — ῆρος, ὁ, Α 1. θύελλα συνοδευόμενη από κεραυνούς, ορμητικός ανεμοστρόβιλος που μοιάζει με τυφώνα («πρηστήρων ἀνέμων τε κεραυνοῡ τε φλεγέθοντος», Ησίοδ.) 2. στον πληθ. οἱ πρηστῆρες α) ζεύγος φυσητήρων, τα φυσερά τών σιδηρουργών β) οι φλέβες τού… … Dictionary of Greek
carótida — (Del gr. καρωτίδες, de καροῦν, adormecer, amodorrar). adj. Anat. Se dice de cada una de las dos arterias, propias de los vertebrados, que por uno y otro lado del cuello llevan la sangre a la cabeza. U. m. c. s. f.) … Diccionario de la lengua española