- καρχήσιος
καρχήσιος, ὁ, ein Tau zum Aufziehen der Segel, Galen. erkl. καρχήσιοι οἱ ἐπὶ τοῦ καρχησίου τεταμένοι κάλοι; danach eine Art Bandagen der Aerzte.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καρχήσιος, ὁ, ein Tau zum Aufziehen der Segel, Galen. erkl. καρχήσιοι οἱ ἐπὶ τοῦ καρχησίου τεταμένοι κάλοι; danach eine Art Bandagen der Aerzte.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καρχήσιος — καρχήσιος, ὁ (Α) [καρχήσιον] 1. το σχοινί που χρησίμευε για αναπέταση τών ιστίων τών ιστιοφόρων 2. είδος χειρουργικού επιδέσμου … Dictionary of Greek
καρχήσιος — halyards of a ship masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρχησίους — καρχήσιος halyards of a ship masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρχήσιοι — καρχήσιος halyards of a ship masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρχησίοις — καρχήσιον drinking cup neut dat pl καρχήσιος halyards of a ship masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρχησίου — καρχήσιον drinking cup neut gen sg καρχήσιος halyards of a ship masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρχησίων — καρχήσιον drinking cup neut gen pl καρχήσιος halyards of a ship masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρχησίῳ — καρχήσιον drinking cup neut dat sg καρχήσιος halyards of a ship masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρχήσιον — drinking cup neut nom/voc/acc sg καρχήσιος halyards of a ship masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)