- καρχαρ-όδων
καρχαρ-όδων, οντος, dasselbe, Theocr. 24, 85, λύκος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καρχαρ-όδων, οντος, dasselbe, Theocr. 24, 85, λύκος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χαυλιόδους — οντος, ο / χαυλιόδους, ουν, ΝΜΑ, και χαυλιόδοντας Ν το αρσ. ως ουσ. ονομασία για τα δόντια μερικών θηλαστικών, όπως είναι οι κοπτήρες τού ελέφαντα και οι κυνόδοντες τού οδοβαίνου ή τών αγριοχοίρων, τα οποία έχουν μεγάλο μέγεθος, αλλά και… … Dictionary of Greek