- καρυηρός
καρυηρός, nußartig, zur Nuß gehörig, σπέρματα Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καρυηρός, nußartig, zur Nuß gehörig, σπέρματα Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καρυηρός — καρυηρός, ά, όν (Α) 2. αυτός που μοιάζει με καρύδι («καρυηρὰ σπέρματα», Θεόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρυον + κατάλ. ηρός (πρβλ. αιματ ηρός, οσμ ηρός)] … Dictionary of Greek
καρυηρά — καρυηρός nut like neut nom/voc/acc pl καρυηρά̱ , καρυηρός nut like fem nom/voc/acc dual καρυηρά̱ , καρυηρός nut like fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρυηρόν — καρυηρός nut like masc acc sg καρυηρός nut like neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ηρός — το επίθημα ηρός είναι το πιο διαδεδομένο από τα επιθήματα σε ρος τής Αρχαίας. Στον Όμηρο απαντά μικρός αριθμός επιθέτων σε ηρός αλλά στους μεταγενέστερους συγγραφείς ο αριθμός αυτός αυξάνεται σημαντικά. (Ήδη στον Ιπποκράτη απαντούν 20 νέα… … Dictionary of Greek
κάρυο — το (AM κάρυον) 1. το καρύδι, ο καρπός τής καρυδιάς 2. γενική ονομασία μονόσπερμων καρπών τών οποίων το ξυλώδες περικάρπιο δεν συμφύεται με το σπέρμα («πάντα τὰ ἀκρόδρυα κάρυα λέγουσιν», Αθήν.) νεοελλ. 1. ναυτ. το καρύλιο*, ο περιστρεφόμενος… … Dictionary of Greek