- προ-δειμαίνω
προ-δειμαίνω, vorher, im voraus fürchten; Her. 7, 50, 1; Lycophr. 276.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-δειμαίνω, vorher, im voraus fürchten; Her. 7, 50, 1; Lycophr. 276.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προδειμαίνω — Α φοβάμαι εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + δειμαίνω «φοβάμαι»] … Dictionary of Greek