- καρυό-φυλλον
καρυό-φυλλον, τό (Nußblatt), Gewürznelke, Galen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καρυό-φυλλον, τό (Nußblatt), Gewürznelke, Galen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γαρίφαλο — και γαρύφαλο και γαρούφαλο, το Ι. 1. το άνθος τής γαριφαλιάς 2. φρ. α) «το γαρίφαλο σέ μάρανε» για κακοντυμένο με γαρίφαλο στο πέτο β) «ο μόσχος, το γαρίφαλο και το μακεδονίσι» II. 1. ο αποξηραμένος κάλυκας τού άνθους τού τροπικού φυτού… … Dictionary of Greek
καρεφύλλι — το μοσχοκάρφι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτγν. αρχ. καρυό φυλλον] … Dictionary of Greek