- καρτερ-αίχμης
καρτερ-αίχμης, ὁ, = κρατεραίχμης, Herkules, Pind. I. 5, 35.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καρτερ-αίχμης, ὁ, = κρατεραίχμης, Herkules, Pind. I. 5, 35.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεναίχμης — μεναίχμης, δωρ. τ. μεναίχμας, ὁ (Α) 1. αυτός που αντέχει στη μάχη 2. φρ. (ως θηλ. επιθ.) «χειρὶ μεναίχμᾳ» με δυνατό, ατρόμητο χέρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μεν τού μένω + αίχμης (< αιχμή), πρβλ. καρτερ αίχμης, φυγ αίχμης] … Dictionary of Greek
φυγαίχμης — ου, και δωρ. τ. φυγαίχμας, α, ὁ, Α 1. αυτός που αποφεύγει το ακόντιο 2. (κατ επέκτ.) δειλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φυγ τού αορ. ἔ φυγ ον τού ρ. φεύγω* + αἰχμή (πρβλ. καρτερ αίχμης)] … Dictionary of Greek