- καρπ-ώνης
καρπ-ώνης, ὁ, der Fruchtkäufer, -pächter, Inscr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καρπ-ώνης, ὁ, der Fruchtkäufer, -pächter, Inscr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ωνούμαι — έομαι, ΜΑ, και κρητ. τ. μτχ. ενεστ. ὠνώμενος, ένη, ον, Α 1. αγοράζω 2. διαπραγματεύομαι κάτι, παζαρεύω 2. (ειδικότερα) α) (με δοτ. προσ.) αγοράζω κάτι από κάποιον β) (με γεν. και σπάν. με δοτ. τής τιμής) αγοράζω κάτι αντί ενός χρηματικού ποσού 3 … Dictionary of Greek
πυρωνία — ἡ, Α 1. η αγορά σιταριού 2. ως κύριο όν. ἡ Πυρωνία προσωνυμία τής Αρτέμιδος επειδή προήδρευε κατά την αγορά σιταριού. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < αμάρτυρο τ. *πυρώνης (< πυρός «σιτάρι» + ώνης < ὠνοῦμαι «αγοράζω»), πρβλ. καρπ ώνης: καρπ ωνία] … Dictionary of Greek
ισχαδώνης — ἰσχαδώνης, ὁ (Α) αυτός που αγοράζει ξηρά σύκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχάς, άδος + ώνης (< ώνοῡμαι «αγοράζω»), πρβλ. καρπ ώνης, οπωρ ώνης] … Dictionary of Greek
οινώνης — οἰνώνης, ὁ (Α) (κατά τον Φώτ.) «ἔμπορος οἴνου». [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + ώνης (< ὠνοῦμαι «αγοράζω»), πρβλ. καρπ ώνης, τελ ώνης] … Dictionary of Greek